εξομόνω

εξομόνω
και εξομώνω
αρνούμαι με όρκο τη θρησκεία μου και προσχωρώ σε άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομώνω (< ρίζα ομ- τού όμνυμι «ορκίζομαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξομόνω — εξόμοσα, αμτβ., γίνομαι εξωμότης, απαρνιέμαι τη θρησκεία μου, αλλαξοπιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”